- ἐξυπηρετήσεως
- ἐξυπηρετήσεω̆ς , ἐξυπηρέτησιςservicefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξόφληση — η (Μ ἐξόφλησις) 1. πληρωμή, απόσβεση χρέους 2. ανταπόδοση οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή εξυπηρετήσεως 3. (για φυλακισμένο) απόλυση … Dictionary of Greek
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek